τόσος

τόσος
η , ο αντων.
1) такой (по величине, количеству, степени);

τόσ κόσμος! — столько народу!;

έννοιωσα τόση χαρά! — я почувствовал такую радость!;

είναι τόσος — он вот такой (по величине);

τόσος δα — очень маленький;

μου 'δώσε τόσο δα γλυκό — он дал мне вот столечко варенья;

μιά γυναίκα τόση δα — очень маленькая женщина;

πέρασε τόσα — он так много пережил;

τόσа καί τόσα επαθε και μυαλό δεν έβαλε — он столько прожил, а ума не нажил;

2) (после числ.) с небольшим;

κέρδισε τρείς χιλιάδες τόσες δραχμές — он выиграл три тысячи драхм с небольшим;

στα πενήντα τόσα — где-то в пятидесятых годах;

§ τόσος μόνο — такой маленький;

τόσος καί τόσος — очень много;

ως τόσον — однако;

τόσ... ώστε... — такой..., что...; — столько..., что...;

τόσа ξέρεις τόσα λες — что с тебя (глупого) взять;

τόσа πού σού φεύγει το καφάσι — до чёрта


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "τόσος" в других словарях:

  • τόσος — so great masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο αντων. δεικτική και συσχετική 1. τέτοιος σε μέγεθος, ποσό, διάρκεια, όγκο, ένταση κλπ : Τόσα χρήματα πήρε. 2. αυτός που έχει ίσο περίπου μέγεθος με ό,τι δείχνω: Η βιβλιοθήκη του ήταν τόση. 3. εξίσου με κάτι άλλο: Όσα είπε, τόσα άκουσα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσα — τόσος so great neut nom/voc/acc pl τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc/acc dual τόσσᾱ , τόσος so great fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσαι — τόσος so great fem nom/voc pl τόσσᾱͅ , τόσος so great fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσσων — τόσος so great fem gen pl τόσος so great masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσω — τόσος so great masc/neut nom/voc/acc dual τόσος so great masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»